χτυπώ

χτυπώ
χτυπώ και χτυπάω χτύπησα, χτυπήθηκα, χτυπημένος
1. κρούω κάτι για να βγάλει ήχο: Χτυπούν παλαμάκια.
2. βαρώ, δέρνω: Τον χτύπησε στο κεφάλι με την τσάντα.
3. σκοτώνω θήραμα με κυνηγετικό όπλο: Χτύπησε δύο λαγούς.
4. βγάζω ήχο: Χτυπάει η καμπάνα.
5. κάνω εντύπωση: Αυτό δε χτυπάει καλά.
6. κάνω επίθεση κατά του εχθρού: Μας χτύπησαν κατά μέτωπο.
7. το μέσο, χτυπιέμαι και χτυπιούμαι δέρνομαι, συμπλέκομαι, μάχομαι.
8. παροιμ. «Πάρ' τον ένα, χτύπα τον άλλο», και οι δύο τους είναι εξίσου κακοί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

  • χτυπώ — χτυπάω / χτυπώ, χτύπησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αιματοκοπώ — χτυπώ, μελανιάζω, αιματοκόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + παραγωγ. κατάλ. κοπώ*] …   Dictionary of Greek

  • θυροδέρνω — χτυπώ τις πόρτες ζητιανεύοντας, εκλιπαρώ βοήθεια γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα («σαν φτωχού που θυροδέρνει, κι είναι βάρος του η ζωή», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + δέρνω «περιπλανώμαι με κόπους» (< δέρνω), πρβλ. βωλο δέρνω, παρα δέρνω] …   Dictionary of Greek

  • κουντρώ — χτυπώ με το κεφάλι ή με τα κέρατα, κουτρώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτρώ (< κούτρα) με πιθ. επίδραση τών κεντρί / κεντρώνω] …   Dictionary of Greek

  • παραβαρώ — χτυπώ κάποιον ή κάτι πολύ δυνατά, υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • παραρρετανίζομαι — χτυπώ το στήθος μου από απελπισία, δέρνομαι, χτυπιέμαι …   Dictionary of Greek

  • ματσουκώνω — χτυπώ με ματσούκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στηθοκοπιέμαι — χτυπώ το στήθος μου από την απόγνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ράσσω — και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. ῥήσσω Α 1. χτυπώ κάποιον, τόν ρίχνω κάτω βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», Δημοσθ.) 2. πατάσσω, τιμωρώ αυστηρά («ῥαξει ὁ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”