- χτυπώ
- χτυπώ και χτυπάω χτύπησα, χτυπήθηκα, χτυπημένος1. κρούω κάτι για να βγάλει ήχο: Χτυπούν παλαμάκια.2. βαρώ, δέρνω: Τον χτύπησε στο κεφάλι με την τσάντα.3. σκοτώνω θήραμα με κυνηγετικό όπλο: Χτύπησε δύο λαγούς.4. βγάζω ήχο: Χτυπάει η καμπάνα.5. κάνω εντύπωση: Αυτό δε χτυπάει καλά.6. κάνω επίθεση κατά του εχθρού: Μας χτύπησαν κατά μέτωπο.7. το μέσο, χτυπιέμαι και χτυπιούμαι δέρνομαι, συμπλέκομαι, μάχομαι.8. παροιμ. «Πάρ' τον ένα, χτύπα τον άλλο», και οι δύο τους είναι εξίσου κακοί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.